νυμφών
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
νυμφῶνος, ὁ,
A bridechamber, LXX To.6.14, Ev.Matt.9.15, D.Chr.7.145, Hld.7.8, PLond.3.964.19 (ii/iii A.D.).
II temple of Dionysus, Demeter, and Persephone, Paus.2.11.3.
III a kind of νυμφαία, Ps.-Dsc.3.132.
French (Bailly abrégé)
νυμφῶνος (ὁ) :
chambre nuptiale.
Étymologie: νύμφη.
German (Pape)
νυμφῶνος, ὁ, das Brautgemach, Hel. 7.8. – Auch Tempel des Bacchus, der Demeter und der Persephone, Paus. 2.11.3.
Bei Matth. 9.15 = νυμφίος, wie Marc. 2.19, Luc. 5.34.
Russian (Dvoretsky)
νυμφών: νυμφῶνος ὁ NT = νυμφεῖον.
Greek Monolingual
ο (Α νυμφών)
1. ο θάλαμος τών νεονύμφων, νυφικός θάλαμος, νυφικό δωμάτιο
2. μτφ. η Εκκλησία («τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτἡρ μου, κεκοσμημένον», Ακολ. Μεγ. Δευτ.)
αρχ.
1. ναός του Διονύσου, της Δήμητρος και της Περσεφόνης
2. είδος νούφαρου
3. μτφ. ο παράδεισος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. -ών (πρβλ. νεκρ-ών, -ῶνος)].
Greek (Liddell-Scott)
νυμφών: νυμφῶνος, ὁ, (νύμφη) ὁ νυμφικὸς θάλαμος, Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 15, κτλ., πρβλ. Ἡλιόδ. 7. 8. ΙΙ. ναὸς τοῦ Διονύσου, τῆς Δήμητρος καὶ τῆς Περσεφόνης, Παυσ. 2. 11, 3.
English (Strong)
from νύμφη; the bridal room: bridechamber.
English (Thayer)
νυμφῶνος, ὁ (νύμφη), the chamber containing the bridal bed, the bridechamber: οἱ υἱοί τοῦ νυμφῶνος (see υἱός, 2), of the friends of the bridegroom whose duty it was to provide and care for whatever pertained to the bridal chamber, i. e. whatever was needed for the due celebration of the nuptials: Winer's Grammar, 33 (32)); Heliodorus 7,8); the room in which the marriage ceremonies are held: T WH Tr marginal reading
Greek Monotonic
νυμφών: νυμφῶνος, ὁ (νύμφη), νυφικό δωμάτιο, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
νυμφών, νυμφῶνος, ὁ, νύμφη
the bridechamber, NTest.
Chinese
原文音譯:numfèn 寧換
詞類次數:名詞(3)
原文字根:新娘(的房間)
字義溯源:新房,新郎的陪伴人,陪伴,結婚廳房,新娘的房間;源自(νύμφη)=新娘);而 (νύμφη)出自(νύξ)X*=面紗)。參讀 (νύμφη)同源字
出現次數:總共(3);太(1);可(1);路(1)
譯字彙編:
1) 陪伴(3) 太9:15; 可2:19; 路5:34