αλλόφυλος

From LSJ
Revision as of 23:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλλόφυλος, -ον)
1. αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή και κατ’ επέκταση σε άλλο έθνος, αλλοεθνής, ξένος (αντίθ. ομόφυλος)
2. αλλόφυλα ζώα τα ξένα προς τον άνθρωπο, τα άγρια ζώα
νεοελλ.
αυτός που ανήκει σε άλλο θρήσκευμα και ειδικότερα ο μη χριστιανός, ο άπιστος
2. βάρβαρος, σκληρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -φυλος < φῦλον «φυλή».
ΠΑΡ. αλλοφυλία, αρχ. ἀλλοφυλῶ].