αλλόφυλος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλλόφυλος, -ον)
1. αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή και κατ’ επέκταση σε άλλο έθνος, αλλοεθνής, ξένος (αντίθ. ομόφυλος)
2. αλλόφυλα ζώα τα ξένα προς τον άνθρωπο, τα άγρια ζώα
νεοελλ.
αυτός που ανήκει σε άλλο θρήσκευμα και ειδικότερα ο μη χριστιανός, ο άπιστος
2. βάρβαρος, σκληρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -φυλος < φῦλον «φυλή».
ΠΑΡ. αλλοφυλία, αρχ. ἀλλοφυλῶ].