οἰκείωσις

From LSJ
Revision as of 23:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκείωσις Medium diacritics: οἰκείωσις Low diacritics: οικείωσις Capitals: ΟΙΚΕΙΩΣΙΣ
Transliteration A: oikeíōsis Transliteration B: oikeiōsis Transliteration C: oikeiosis Beta Code: oi)kei/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A appropriation, οἰ. ποιεῖσθαί τινος Th.4.128 : pl., profits, Vett.Val.202.17.    2 affinity, Ph.1.142, al. ; attraction, affection (cf. οἰκεῖος 111.2b), πρός τινα Diogenian.Epicur.4.55, Ph.1.256, Stoic.1.49, al., Asp. in EN 44.27, cf. Hierocl.p.35 A. ; ἡ πρὸς τὸ ζῆν οἰ. Plot.4.4.44 ; propensity, εἰς ἡδονήν Gal.5.456 ; τῆς ψυχῆς, opp. ἀλλοτρίωσις, Plot.3.6.1, 3.8.8, al., Porph.Sent.18 ; becoming familiar with, εἰς τοὺς θεούς Iamb.VP24.106.

German (Pape)

[Seite 299] ἡ, das zum Verwandten, Freunde Machen, Gewinnen, Sp. Überh. Aneignung, οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινος, = οἰκειοῦσθαι, Thuc. 4, 128.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκείωσις: ἡ, ἐξοικείωσις, Κλήμ. Ἀλ. 777. 2) τὸ λαμβάνειν τι ὡς οἰκεῖον ἑαυτῷ, ἰδιοποίησις, οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινες Θουκ. 4. 128. 3) προσαρμογή, Πλούτ. 2. 1038C.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de s’approprier ou de se concilier.
Étymologie: οἰκειόω.

Greek Monotonic

οἰκείωσις: ἡ (οἰκειόω), το να θεωρεί κάποιος κάτι ως δικό του, οικειοποίηση, ιδιοποίηση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκείωσις: εως ἡ
1) присвоение: οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινος Thuc. присваивать себе что-л.;
2) приспособление, приноравливание (τινι Plut.).

Middle Liddell

οἰκείωσις, ιος, ἡ, οἰκειόω
a taking as one's own, appropriation, Thuc.