Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διετήσιος

From LSJ
Revision as of 00:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διετήσιος Medium diacritics: διετήσιος Low diacritics: διετήσιος Capitals: ΔΙΕΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: dietḗsios Transliteration B: dietēsios Transliteration C: dietisios Beta Code: dieth/sios

English (LSJ)

ον, A lasting through the year, θυσίαι Th.2.38, cf. Inscr.Prien.112.69 (i B. C.). Adv. -ίως Ar.Fr.766.

Greek (Liddell-Scott)

διετήσιος: -ον, ὁ διαρκῶν ἐπὶ ὁλόκληρον ἔτος ἢ γινόμενος δι’ ὅλου τοῦ ἔτους, Λατ. perennis, θυσίαι Θουκ. 2. 38. -Ἐπίρρ. -ίως, Α. Β. 35.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui dure toute l’année ; au plur. en parl. de jeux et de sacrifices qui se succèdent sans interruption d’un bout à l’autre de l’année.
Étymologie: διά, ἔτος.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene lugar a lo largo de todo el año ἀγῶνες καὶ θυσίαι Th.2.38, cf. D.H.2.63, ἑορταί Luc.Merc.Cond.19, Poll.1.57, ὅτι μὴ καιροῖς τισι διετησίοις excepto en algunas ocasiones a lo largo del año D.H.1.15, cf. Hsch.
de cultivos que dura o se mantiene todo el año op. ὡραῖα Ael.Ep.20, NA 3.10.
2 adv. -ως durante todo el año Ar.Fr.807.

Greek Monolingual

διετήσιος, -ον (Α)
1. αυτός που διαρκεί έναν ολόκληρο χρόνο
2. αυτός που γίνεται όλο τον χρόνο.

Greek Monotonic

διετήσιος: -ον, αυτός που διαρκεί ή γίνεται μέσα σε ένα χρόνο, έτος, Λατ. perennis, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διετήσιος: длящийся в течение всего года (или круглый год), годичный (θυσίαι Thuc.).

Middle Liddell

adj
lasting through the year, Lat. perennis, Thuc.