δυσηνίαστος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον, A hard to bridle, Tim.Gaz.124.11.
German (Pape)
[Seite 680] schwer zu zügeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσηνίαστος: -ον, δυσχαλίνωτος, δυσάγωγος, δυσπειθής. ― Ἐπίρρ. -τως, Συνέσ. 195Α.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de refrenar ἄγριοι καὶ δυση<νίασ>τοι de los camellos, Ar.Byz.Epit.2.469.
2 adv. -ως de mala gana ἔφερον, ἀλλὰ δ., τὴν καινοτομίαν τοῦ βίου Synes.Ep.41.
Greek Monolingual
δυσηνίαστος, -ον (Α)
ο δυσήνιος.