εἰσικνέομαι
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
A go into, c. acc. loci, Hermesian.7.23. II penetrate, Hdt.3.108; εἰσικνουμένου βέλει piercing her with a shaft, A.Supp. 556 (lyr., s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 743] (s. ἱκνέομαι), hineinkommen; κώμην Hermesian. bei Ath. XIII, 597 d. Bei Aesch. Suppl. 551 ist εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος, = durchdringen, durchkommen, richtiger als εἰσικνουμένη, was pass. sein müßte, für welchen Gebrauch sich kein Beispiel nachweisen läßt.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσικνέομαι: μέλλ. -ίξομαι: Ἀποθ. - ἔρχομαι, φθάνω εἰς..., μετ’ αἰτ. τόπου, Ἑρμησιάν. παρ’ Ἀθην. 597D. ΙΙ. εἰσδύομαι, Ἡρόδ. 3. 108· εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος, «τοῦ οἴστρου τῷ κέντρῳ αὐτὴν διατρυπῶντος» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 557.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
ion. et anc. att. ἐσικνέομαι;
aller ou venir dans, acc. ; pénétrer.
Étymologie: εἰς, ἱκνέομαι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón, poét. ἐσ- Hdt.3.108, Hermesian.7.23
1 traspasar, pinchar, aguijar εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος aguijando el alado boyero con su arma ref. Argos guardián de la vaca Ío, A.Supp.556, ἐσικνέεται καταγράφων traspasa (con las garras) desgarrando del cachorro de león aún en el vientre de la madre, Hdt.l.c.
2 llegar a, entrar en c. ac. de direcc. ἐσικέσθαι ... Ἑλικωνίδα κώμην Hermesian.l.c.
Greek Monotonic
εἰσικνέομαι: μέλ. -ίξομαι, αποθ., εισέρχομαι, μπαίνω, εισχωρώ, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσικνέομαι: ион. ἐσικνέομαι входить внутрь, проникать: ἐσικνέεται καταγράφων Her. (детеныш) когтями прокладывают себе путь; εἰ. βέλει Aesch. вонзать стрелу, ранить.