εὐπίνεια
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, perh. A elegance of style, Longin.30.1; cf.sq.11. 2 εὐπινείας χάριν for embellishment, Heliod. ap. Orib.49.4.42.
German (Pape)
[Seite 1088] ἡ, alte, einfache und kräftige Schönheit im Ausdruck, Longin. 30, 1; vgl. nitor obsoletus, Auct. ad Herenn. 4, 46.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπίνεια: ἡ, ἀρχαιοπρεπὴς καλλονὴ ἐκφράσεως, ἐφ᾿ ἧς ὁ τῆς ἀρχαιότητος πίνος, δηλ. ὁ χνοῦς ἠρέμα καὶ λεληθότως ἐπιτρέχει, nitor obsoletus (Auct. ad Herenn. 4. 16)· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, ἁπλότης, ἀφέλεια, Λογγῖνος 30· ἴδε εὐπινὴς ΙΙ. 2) ποιότης καλοῦ σιδήρου, Ὀρειβάσ. 125 Mai.
Greek Monolingual
εὐπίνεια, ἡ (Α) ευπινής
1. (για ύφος) απλότητα, κομψότητα εκφράσεως
2. διακόσμηση
3. (για σίδηρο) καλή ποιότητα, λαμπρότητα.