θωπευτικός
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
English (LSJ)
ή, όν, A disposed to flatter, fuwning, of dogs, Arist.HA488b21; τὰ θωπευτικά flattery, Pl.Lg.634a. Adv. θωπ-κῶς D.C.69.6, Gal.14.600.
German (Pape)
[Seite 1230] schmeichlerisch; Plat. Legg. I, 634 a; Sp., auch adv., D. C. 89, 6.
Greek (Liddell-Scott)
θωπευτικός: -ή, -όν, ἔχων διάθεσιν νὰ θωπεύῃ, κολακευτικός, ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 33· τὰ θωπευτικά, θωπεία, Πλάτ. Νόμ. 634Α. - Ἐπίρρ. –κῶς, Δίων Κ. 69. 9, Γαλην. τ. 14, σ. 600, 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θωπευτικός, -ή, -όν) θωπευτής
1. αυτός που είναι επιτήδειος στο να θωπεύει
2. αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, γαλίφης
νεοελλ.
1. τρυφερός, χαϊδευτικός
2. ελαφρός σαν χάδι, απαλός σαν χάδι («η πνοή του αγγέλου θωπευτικωτέρα και της αύρας», Παπαδ.)
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ θωπευτικά
η θωπεία, η κολακεία.
επίρρ...
θωπευτικώς και -ά (Α θωπευτικῶς)
νεοελλ.
με τρυφερότητα
αρχ.
κολακευτικά.
Russian (Dvoretsky)
θωπευτικός: склонный ласкаться, заискивающий (κύων Arst.); τὰ θωπευτικά Plat. лесть, заискивания.