κάπνη

From LSJ
Revision as of 10:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπνη Medium diacritics: κάπνη Low diacritics: κάπνη Capitals: ΚΑΠΝΗ
Transliteration A: kápnē Transliteration B: kapnē Transliteration C: kapni Beta Code: ka/pnh

English (LSJ)

ἡ, A = καπνοδόκη, Eup.88, Ar.V.143, Alex.173.13. II = καπνιαῖος λίθος, PHolm. 5.11.

German (Pape)

[Seite 1323] ἡ, = καπνοδόχη; Ar. Vesp. 143; Alexis bei Ath. IX, 386 b; vgl. B. A. 46, 31.

Greek (Liddell-Scott)

κάπνη: ἡ, καπνοδόχη, Ἀριστοφ. Σφ. 143, Ἄλεξ. ἐν «Πανυχίδι» 2. 13.

Greek Monolingual

η (Α κάπνη) καπνός
νεοελλ.
η καπνιά, η αιθάλη
αρχ.
1. η καπνοδόχος
2. ο καπνιαίος λίθος.

Greek Monotonic

κάπνη: ἡ, = καπνοδόχη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κάπνη: ἡ дымовая труба, дымоход Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάπνη -ης, ἡ [καπνός] schoorsteen, rookgat.

Middle Liddell

κάπνη, ἡ, = καπνοδόχη, Ar.]