κάτοινος
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
ον, A drunken with wine, E.Ion 553 (troch.). 2 addicted to wine, D.S.5.26. 3 wine-coloured, Vett.Val.1.13.
German (Pape)
[Seite 1403] weinberauscht, trunken; Eur. Ion 553; D. Sic. 5, 26; von Phryn. in B. A. 23 statt θωρηχθείς empfohlen.
Greek (Liddell-Scott)
κάτοινος: -ον, μεθυσμένος ἐξ οἴνου, Εὐρ. Ἴων 553, Διόδ. 5. 26, Φρύν. ἐν Α. Β. 43. 12.
Greek Monolingual
κάτοινος, -ον (Α)
1. μεθυσμένος («ἔμφρον' ἤ κάτοινον ὄντα;», Ευρ.)
2. επιρρεπής στην οινοποσία, φιλοπότης
3. αυτός που έχει το χρώμα του οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -οινος (< οἶνος), πρβλ. έν-οινος, πάρ-οινος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάτ-οινος -ον dronken.
Russian (Dvoretsky)
κάτοινος: опьяненный вином, хмельной Eur., Diod.