καταθαρσύνω
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
A embolden, encourage against, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plu.Luc.29:—Pass., in form καταθρασύνομαι, = foreg., Ph.1.41, Luc.DMort.21.2, D.L.2.127: c.gen., πρὸς τοὺς ἀλόγως -ομένους τῶν ἐν τοῖς πολλοῖς δοξαζομένων, title of work by Polystr., cf. Them.Or.34p.464D.
Greek (Liddell-Scott)
καταθαρσύνω: παραθαρρύνω τινὰ πρός τι, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Πλουτ. Λούκουλλ. 29.― Παθητ., ἐν τῷ τύπῳ καταθρασύνομαι,= τῷ προηγ., Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 2, Διογ. Λ. 2. 127· μετὰ γεν., Θεμίστ. 464. 10 Δινδ.
French (Bailly abrégé)
encourager contre;
Moy. καταθαρσύνομαι montrer de la hardiesse contre.
Étymologie: κατά, θαρσύνω.
Greek Monolingual
καταθαρσύνω (AM, Μ και καταθαρρύνω)
1. ενθαρρύνω, εμψυχώνω
2. παθ. καταθαρσύνομαι
εμπιστεύομαι, δίνω πίστη σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θαρσύνω «ενθαρρύνω» (< θάρσος)].
Greek Monotonic
καταθαρσύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, ενθαρρύνω ή παροτρύνω, εξωθώ κάποιον σε κάτι, τινὰπρὸς τὸ μέλλον, σε Πλούτ. — Παθ., στον τύπο καταθρασύνομαι, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-θαρσύνω of κατα-θρασύνω act. bemoedigen:. τινὰ πρὸς τὸ μέλλον iem. moed inspreken voor de toekomst Plut. Luc. 29.2.2. med. vol vertrouwen zijn.
Middle Liddell
fut. ῠνῶ
to embolden or encourage against, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plut.:—Pass., in form καταθρασύνομαι, Luc.