κατεβλακευμένως

From LSJ
Revision as of 11:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεβλᾱκευμένως Medium diacritics: κατεβλακευμένως Low diacritics: κατεβλακευμένως Capitals: ΚΑΤΕΒΛΑΚΕΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: kateblakeuménōs Transliteration B: kateblakeumenōs Transliteration C: katevlakevmenos Beta Code: kateblakeume/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of καταβλακεύω, A slothfully, tardily, Ar.Pl.325, AP4.3a.16 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1393] adv. zum part. perf. pass. von καταβλακεύω, saumselig; Ar. Plut. 325, v. l. καταβεβλ.; Agath. prooem. (IV, 3, 16).

Greek (Liddell-Scott)

κατεβλᾱκευμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. πρκμ. τοῦ καταβλᾱκεύω, μετὰ ὀκνηρίας, βραδέως, ῥᾳθύμως, ἀντίθετ. τῷ συντεταμένως, Ἀριστοφ. Πλ. 325, Ἀνθ. Π. 4. 3, 16.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec mollesse ou lâcheté.
Étymologie: part. pf. Pass. de καταβλακεύω.

Greek Monolingual

κατεβλακευμένως (Α)
επίρρ. με οκνηρία, με ραθυμία, αργά, σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατεβλακευμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. καταβλακέω «μεταχειρίζομαι αμελώς, απρόσεκτα»].

Greek Monotonic

κατεβλᾱκευμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του κατα-βλᾱκεύω (βλάξ), με οκνηρία, με ραθυμία, αργά, σε Αριστοφ., Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατεβλακευμένως, adv. lui, traag.

Russian (Dvoretsky)

κατεβλᾱκευμένως: медлительно, лениво Arph., Anth.

Middle Liddell

κατ-εβλᾱκευμένως, αδϝ. [adverb from perf. pass. part. of καταβλᾱκεύω] βλάξ
slothfully, tardily, Ar., Anth.