καταφαρμάσσω

From LSJ
Revision as of 11:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφαρμάσσω Medium diacritics: καταφαρμάσσω Low diacritics: καταφαρμάσσω Capitals: ΚΑΤΑΦΑΡΜΑΣΣΩ
Transliteration A: katapharmássō Transliteration B: katapharmassō Transliteration C: katafarmasso Beta Code: katafarma/ssw

English (LSJ)

A bewitch with drugs, κατά με ἐφάρμαξας Hdt.2.181: metaph., τῷ Πλάτωνος λόγῳ Διονύσιον κ. Plu.Dio 14.

Greek (Liddell-Scott)

καταφαρμάσσω: διὰ φαρμάκων μαγεύω ἢ καὶ βλάπττω, δηλητηριάζω (ὡς τὸ φαρμακεύω), κατά με ἐφάρμαξες Ἡρόδ. 2. 181· μαγεύω, γοητεύω, ὁ Δίων κατεπᾴδων καὶ κ. Διονύσιον τῷ τοῦ Πλάτωνος λόγῳ Πλουτ. Δίων 14· ἀνακουφίζω, καταπραΰνω, λογισμοῖς τὸ πάθος κ. Γρηγ. Νύσσ.

French (Bailly abrégé)

empoisonner ; fig. ensorceler, acc..
Étymologie: κατά, φαρμάσσω.

Greek Monolingual

καταφαρμάσσω (Α)
1. δηλητηριάζω ή μαγεύω κάποιον με φάρμακα
2. μτφ. γοητεύω, μαγεύω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φαρμάσσω «δηλητηριάζω ή μαγεύω κάποιον με φάρμακα»].

Greek Monotonic

καταφαρμάσσω: μέλ. -ξω, θέλγω με φάρμακα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

καταφαρμάσσω: атт. καταφαρμάττω
1) отравлять (τινά Her. - in tmesi);
2) околдовывать, зачаровывать (τῷ λόγῳ τινά Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-φαρμάσσω betoveren (met middeltjes): κατά με ἐφάρμαξας je hebt mij betoverd Hdt. 2.181.3 (tmesis); overdr.: τῷ Πλάτωνος λόγῳ Διονύσιον κ. Dionysus betoveren met Plato’s leer Plut. Dion 14 1.

Middle Liddell

fut. ξω
to bewitch with drugs, Hdt.