κρεουργηδόν

From LSJ
Revision as of 13:07, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεουργηδόν Medium diacritics: κρεουργηδόν Low diacritics: κρεουργηδόν Capitals: ΚΡΕΟΥΡΓΗΔΟΝ
Transliteration A: kreourgēdón Transliteration B: kreourgēdon Transliteration C: kreourgidon Beta Code: kreourghdo/n

English (LSJ)

Adv. A like a butcher, in pieces, τοὺς ἄνδρας κ. διασπᾶν Hdt. 3.13 (Ion. κρεοργ-).

Greek (Liddell-Scott)

κρεουργηδόν: ὡς κρεουργός, εἰς τεμάχια, τοὺς ἄνδρας κρ. διασπᾶν Ἡρόδ. 3. 13.

French (Bailly abrégé)

adv.
par morceaux en parl. de chair, de viande.
Étymologie: κρεουργέω.

Greek Monolingual

κρεουργηδόν (Α)
επίρρ. κομματιαστά («τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν διασπάσαντες», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεουργός + επιρρμ. κατάλ. του τρόπου -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν, φαλαγγ-ηδόν)].

Greek Monotonic

κρεουργηδόν: επίρρ., όπως σφαγέας, σε κομμάτια, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεουργηδόν, Ion. κρεοργηδόν [κρεουργός] adv., in stukken.

Russian (Dvoretsky)

κρεουργηδόν: adv. на куски, в куски (διασπᾶν τινα Her.).

Middle Liddell

κρεουργέω
like a butcher, in pieces, Hdt.