κυανοβλέφαρος

From LSJ
Revision as of 13:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνοβλέφᾰρος Medium diacritics: κυανοβλέφαρος Low diacritics: κυανοβλέφαρος Capitals: ΚΥΑΝΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: kyanoblépharos Transliteration B: kyanoblepharos Transliteration C: kyanovlefaros Beta Code: kuanoble/faros

English (LSJ)

ον, A dark-eyed, AP5.60 (Rufin.).

German (Pape)

[Seite 1521] mit schwarzen Augenwimpern, schwarzäugig, Rufin. 7 (V, 61).

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνοβλέφᾰρος: -ον, ἔχων μελαίνας βλεφαρίδας, κοινῶς «μαυρομμάτης», Ἀνθ. Π. 5. 61.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux paupières garnies de cils noirs ; aux yeux noirs.
Étymologie: κύανος, βλέφαρον.

Greek Monolingual

κυανοβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκούρες βλεφαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο-βλέφαρος, χαριτο-βλέφαρος].

Greek Monotonic

κυᾰνοβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει σκοτεινό βλέμμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κῠᾰνοβλέφᾰρος: с черными ресницами или черноглазый Anth.

Middle Liddell

βλέφαρον
dark-eyed, Anth.