κρυψόρχης
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
ου, ὁ, A with undescended testicles, Sor.1.109.
Greek Monolingual
και κρύψορχις, ο (Α κρυψόρχης)
άτομο του οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, αλλά παραμένουν μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ- (πρβλ. ἔ-κρυψ-α αόρ. του κρύπτω) + -όρχης (< ὄρχις), πρβλ. α-όρχης, τρι-όρχης].