κόριον

From LSJ
Revision as of 13:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόριον Medium diacritics: κόριον Low diacritics: κόριον Capitals: ΚΟΡΙΟΝ
Transliteration A: kórion Transliteration B: korion Transliteration C: korion Beta Code: ko/rion

English (LSJ)

(A), τό, Dim. of κόρη, A little girl, Lys.Fr.1.5 (ironically), Theoc.11.60; Megar. κώριον Ar.Ach.731.
κόριον (B), τό, shortd. for κορίαννον, Nic.Al.157, Th.874, PCair.Zen.292.16, al. (iii B. C.), PTeb.190 (i B. C.), Dsc.3.63, Gal.12.36: pl., Hp.Mul.1.66. II κ. ἔνυδρον, = ἀδίαντον, Ps.-Dsc.4.134. III κ. ἄγριον, = καπνός 11, ib.4.109.

German (Pape)

[Seite 1486] τό, 1) dim. von κόρη, Mägdlein; Theocr. 11, 60; Ath. XIII a. E.; s. κώριον. – 2) = κορίαννον, Nic. Al. 157 Th. 874.

Greek (Liddell-Scott)

κόριον: (Α), τό, ὑποκορ. τοῦ κόρη, μικρὸν κοράσιον, Λυσ. Ἀποσπ. 2, Θεόκρ. 11. 60· Δωρ. κώριον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 731.

French (Bailly abrégé)

1ου (τό) :
jeune fille.
Étymologie: κόρη.
2ου (τό) :
coriandre, plante.
Étymologie: DELG cf. κορίαννον.

Greek Monolingual

(I)
κόριον, δωρ. τ. κώριον, τὸ (Α)
μικρό κορίτσι, κοριτσάκι («ὦ πονηρὰ κώρι' ἀθλίου πατρός», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. -ιον].
(II)
κόριον και κόρι, τὸ (Α)
1. το φυτό κορίαννο ή κορίανδρο («οὐλόμενόν γε ποτὸν κορίοιο», Νίκ.)
2. φρ. α) «κόριον ενυδρον» — το φυτό αδίαντο
β) «κόριον ἄγριον» — το φυτό καπνός, το καπνόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορίαννον κατ' αποκοπήν, λόγω παρετυμολογικής συνδέσεως με το κόρις «κοριός», που οφείλεται στην οσμή του φυτού].

Greek Monotonic

κόριον: τό, υποκορ. του κόρη, σε Θεόκρ.· Δωρ. κώριον, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόριον -ου, τό, demin. van κόρη, meisje.
κόριον -ου, τό [~ κορίαννον] koriander (kruid).

Russian (Dvoretsky)

κόριον: дор., тж. Arph. κώριον τό девочка, девчурка Theocr., Lys.

Middle Liddell

κόριον, ου, τό, [Dim. of κόρη