λοπίς
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A = λεπίς 2, Ar.V.790, Nic. Al.467, Th.154. II λ. σιδηρᾶ iron pin to keep a βάλανος in place, Aen.Tact.20.3. III fragment of ἀκρόβασις, BCH29.541 (Delos). IV = λοπάς 1.1a, Schwyzer89.20 (Argos, iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
λοπίς: -ίδος, ἡ, = Ἀριστοφ. Σφ. 790, Νικ. Ἀλ. 467.
Greek Monolingual
λοπίς, -ίδος, ἡ (Α) λέπω
1. φλοιός, φλούδα
2. η λοπάς.
Greek Monotonic
λοπίς: -ίδος, ἡ, = λεπίς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λοπίς: ίδος (ῐδ) ἡ λέπω кожица, скорлупа Arph.