μετεκδύομαι
English (LSJ)
Med., A pull off one's own clothes and put on others, μ. τὴν βασιλικὴν ἐσθῆτα J.AJ6.14.2: metaph., ἐπιείκειαν μ. ib.6.12.7; μ. τὴν αὐτῶν φύσιν Plu.Num.15
German (Pape)
[Seite 158] (s. δύω), ein Kleid nach dem andern ausziehen, wechseln, übertr., τὴν ἑαυτοῦ φύσιν, Plut. Num. 15.
Greek (Liddell-Scott)
μετεκδύομαι: μέσ., ἀπεκδύομαι τὰ ἐνδύματά μου καὶ ἐνδύομαι ἄλλα, μ. βασιλικὴν ἐσθῆτα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14, 2· μ. τὴν αὐτῶν φύσιν Πλουτ. Νουμ. 15· τὸ σχῆμα τοῦ φιλοσόφου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μαξ. Τυρ.
French (Bailly abrégé)
changer de vêtement.
Étymologie: μετά, ἐκδύω.
Greek Monolingual
μετεκδύομαι (Α)
1. βγάζω τα ενδύματά μου και φορώ άλλα
2. αλλάζω χαρακτήρα ή φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐκ-δύομαι «βγάζω τα ρούχα μου»].
Greek Monotonic
μετεκδύομαι: Μέσ., βγάζω τα ρούχα μου και φορώ άλλα (ανα)θεωρώ, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μετεκδύομαι: досл. переодеваться, перен. совлекать с себя, т. е. менять (τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Plut.).
Middle Liddell
Mid. to pull off one's own clothes and put on others, to assume, Plut.