μεγαθαρσής
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ές, A very bold, Hes.Sc.385, Man. 2.372.
German (Pape)
[Seite 104] ές, sehr muthig, Hes. Sc. 385 u. sp. D., wie Man. 2, 372.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰθαρσής: -ές, λίαν εὐθαρσής, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 385.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d’un grand courage.
Étymologie: μέγας, θάρσος.
Greek Monolingual
μεγαθαρσής, -ές (Α)
πολύ θαρραλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -θαρσής (< θάρσος), πρβλ. κυνο-θαρσής, πολυ-θαρσής].
Greek Monotonic
μεγᾰθαρσής: -ές (θαρσέω), πολύ θαρραλέος, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰθαρσής: весьма мужественный Hes.