μετεωροκόπος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Full diacritics: μετεωροκόπος | Medium diacritics: μετεωροκόπος | Low diacritics: μετεωροκόπος | Capitals: ΜΕΤΕΩΡΟΚΟΠΟΣ |
Transliteration A: meteōrokópos | Transliteration B: meteōrokopos | Transliteration C: meteorokopos | Beta Code: metewroko/pos |
ὁ, A one who prates about high things, Cerc.4.45.
μετεωροκόπος, ο (Α)
αυτός που φλυαρεί για υψηλά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος, θεατρο-κόπος.