μηριαῖος
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
α, ον, (μηρός) A of or belonging to the thigh, μυελός Hippiatr. 12; ὀστᾶ Sch.Il.1.40: Subst., αἱ μ. the thighs, of the horse, X.Eq. 11.4; of the dog, Id.Cyn.4.1.
German (Pape)
[Seite 177] zu den Schenkeln gehörig, an den Schenkeln; ὀστᾶ, Schol. Il. 1, 40; Xen. Hipp. 11, 4; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μηριαῖος: -α, -ον, (μηρὸς) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μηρόν, Λατ. femoralis, τὰ μ. ὀστᾶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 40· αἱ μηριαῖαι, οἱ μηροί, τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 11, 4· τοῦ κυνός, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4, 1.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de la cuisse ; ἡ μηριαία cuisse d’un cheval ou d’un chien.
Étymologie: μηρός.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α μηριαῑος, -α, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς
νεοελλ.
φρ. α) «μηριαία αρτηρία»
ανατ. η βασική αρτηρία για την αιμάτωση τών στοιχείων του μηρού
β) «μηριαία φλέβα»
ανατ. το βασικό απαγωγό αιμοφόρο αγγείο του μηρού
γ) «μηριαίο οστό»
ανατ. το μεγαλύτερο οστό του ανθρώπινου σώματος, το οποίο αποτελεί τον σκελετό του μηρού
δ) «μηριαίοι μύες»
ανατ. οι μύες του μηρού, οι οποίοι διακρίνονται σε πρόσθιους και οπίσθιους
αρχ.
(το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ μηριαῑαι
(για άλογο και σκύλο) οι μηροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαίος)].
Greek Monotonic
μηριαῖος: -α, -ον (μηρός), αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον μηρό, Λατ. femoralis, αἱ μηριαῖοι, μηροί, μπούτια, σε Ξεν.
Middle Liddell
μηριαῖος, η, ον μηρός
of or belonging to the thigh, Lat. femoralis, αἱ μ. the thighs, Xen.