μισθοπιπράσκω

From LSJ
Revision as of 15:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοπιπράσκω Medium diacritics: μισθοπιπράσκω Low diacritics: μισθοπιπράσκω Capitals: ΜΙΣΘΟΠΙΠΡΑΣΚΩ
Transliteration A: misthopipráskō Transliteration B: misthopipraskō Transliteration C: misthopiprasko Beta Code: misqopipra/skw

English (LSJ)

A sell under long lease, pf. inf. μεμισθοπεπρακέναι POxy.2136.4,14 (iii A. D.).

Greek Monolingual

μισθοπιπράσκω (Α)
πουλώ με δόσεις που καταβάλλονται με τη μορφή μισθώματος, εκμισθώνω για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε η εκμίσθωση να ισοδυναμεί με πώληση με δόσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + πιπράσκω «πουλώ»].