μυρρίς

From LSJ
Revision as of 15:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρρίς Medium diacritics: μυρρίς Low diacritics: μυρρίς Capitals: ΜΥΡΡΙΣ
Transliteration A: myrrís Transliteration B: myrris Transliteration C: myrris Beta Code: murri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A sweet cicely, Myrrhis odorata, Dsc.4.115: μυρίς, Thphr.CP6.9.3.

Greek (Liddell-Scott)

μυρρίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ὅμοιον κωνείῳ, myrrhis odorata, Διοσκ. 4. 116· μυρὶς παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
sorte de plante semblable au myrte.
Étymologie: μύρρα.

Greek Monolingual

η (Α μυρρίς και μυρίς)
αρωματικό φυτό με καρπούς που έχουν οσμή ανίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρρα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. μυρίς, αναλογικά προς το μύρον)].