νεόγραφος

From LSJ
Revision as of 16:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόγρᾰφος Medium diacritics: νεόγραφος Low diacritics: νεόγραφος Capitals: ΝΕΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: neógraphos Transliteration B: neographos Transliteration C: neografos Beta Code: neo/grafos

English (LSJ)

ον, A newly written, ἔρνεα AP4.1.55 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 241] neu, frisch gemalt, geschrieben, Mel. 1, 55 (IV, 1).

Greek (Liddell-Scott)

νεόγρᾰφος: -ον, ὁ νεωστὶ ζωγραφηθεὶς ἢ γραφείς, Ἀνθ. Π. 4. 1. 55.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement peint ou écrit.
Étymologie: νέος, γράφω.

Greek Monolingual

νεόγραφος, -ον (Α)
αυτός που έχει γραφεί ή ζωγραφιστεί πρόσφατα.

Greek Monotonic

νεόγρᾰφος: -ον (γράφω), αυτός που σχεδιάστηκε, ζωγραφίστηκε ή γράφτηκε πρόσφατα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νεόγρᾰφος: недавно нарисованный или написанный (ἄνθεα Anth.).

Middle Liddell

νεό-γρᾰφος, ον γράφω
newly painted or written, Anth.