νησοειδής

From LSJ
Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νησοειδής Medium diacritics: νησοειδής Low diacritics: νησοειδής Capitals: ΝΗΣΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: nēsoeidḗs Transliteration B: nēsoeidēs Transliteration C: nisoeidis Beta Code: nhsoeidh/s

English (LSJ)

ές, A like an island, Str.3.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

νησοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νῆσον, Στράβ. 139.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble à une île.
Étymologie: νῆσος, εἶδος.

Greek Monolingual

νησοειδής, -ές (Α) νήσος
αυτός που μοιάζει με νησί («τῷ δ' ὕψει μέγα καὶ ὄρθιον ὥστε πόρρωθεν νησοειδὲς φαίνεσθαι», Στράθ.).

Greek Monotonic

νησοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που μοιάζει με νησί, σε Στράβ.

Middle Liddell

νησο-ειδής, ές εἶδος
like an island, Strab.