οἰοβουκόλος

From LSJ
Revision as of 16:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰοβουκόλος Medium diacritics: οἰοβουκόλος Low diacritics: οιοβουκόλος Capitals: ΟΙΟΒΟΥΚΟΛΟΣ
Transliteration A: oioboukólos Transliteration B: oioboukolos Transliteration C: oiovoukolos Beta Code: oi)obouko/los

English (LSJ)

ον, A herdsman of one heifer, i.e. of 10, A.Supp.304.

Greek (Liddell-Scott)

οἰοβουκόλος: -ον, ὁ μιᾶς δαμάλεως βουκόλος, δηλ. τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 304.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait paître les brebis ou aux pâtres solitaires.
Étymologie: οἶς, βουκόλος ou οἶος, βουκόλος.

Greek Monolingual

οἰοβουκόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (για τον Αργό που είχε την εντολή να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή αγελάδα («ποῑον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βουκόλος «βοσκός»].

Russian (Dvoretsky)

οἰοβουκόλος: пасущий одну лишь телицу, т. е. Ἰώ (Ἄργος Aesch.).