παραλήρησις
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
εως, ἡ, A raving, delirium, Hp.Epid.7.5.
German (Pape)
[Seite 487] ἡ, das Albernreden, delirium, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παραλήρησις: ἡ, ἀνόητος ὁμιλία, παραλάλημα, ἐλαφρὰ ἢ πρόσκαιρος παραφροσύνη, Ἱππ. 1210G.
Greek Monolingual
ἡ, Α παραληρώ
ελαφρά ή πρόσκαιρη παραφροσύνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραλήρησις -εως, ἡ [παραληρέω] verward gepraat.