περίπτυξις
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
εως, ἡ, A folding oneself round, embracing, τοῦ νεκροῦ Plu.Cat.Mi.11 (pl.); περιπτύξεις καὶ ἁφαί Plot.4.7.8.
German (Pape)
[Seite 589] ἡ, das Umfalten, Umarmen; Plut. Cat. min. 11; Schol. Eur. Med. 1074 erklärt damit προσβολή.
Greek (Liddell-Scott)
περίπτυξις: ἡ, τὸ περιπτύσσεσθαι τινά, ἐναγκαλισμός, τοῦ νεκροῦ Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 11, πρβλ. Πλωτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 832Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’embrasser.
Étymologie: περιπτύσσω.
Greek Monotonic
περίπτυξις: ἡ, εναγκαλισμός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
περίπτυξις: εως ἡ обнимание (τοῦ νεκροῦ Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίπτυξις -εως, ἡ [περιπτύσσω] omhelzing.
Middle Liddell
περίπτυξις, εως,
an embracing, Plut. [from περιπτύσσω