περιλιχμάομαι

From LSJ
Revision as of 20:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλιχμάομαι Medium diacritics: περιλιχμάομαι Low diacritics: περιλιχμάομαι Capitals: ΠΕΡΙΛΙΧΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: perilichmáomai Transliteration B: perilichmaomai Transliteration C: perilichmaomai Beta Code: perilixma/omai

English (LSJ)

=foreg., A γλώσσῃ γένειον Theoc.25.226, cf. Arat.1115, Phylarch

Greek (Liddell-Scott)

περιλιχμάομαι: ἀποθ., περιλείχω, γλώσσῃ γένειον Θεόκρ. 25. 226, πρβλ. Ἄρατ. 1115, Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 34, Θεῶν Διάλ. 12. 2· - ἐπὶ παθ. σημασίας, Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Α. 2) λείχω ἐντελῶς, τοῦ ψωμοῦ Λουκ. Προμ. 10.

Greek Monotonic

περιλιχμάομαι: αποθ.,
1. γλείφω ολόγυρα, σε Θεόκρ., Λουκ.
2. γλείφω παντού, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-λιχμάομαι likken, oplikken.

Middle Liddell


Dep.:
1. to lick all round, Theocr., Luc.
2. to lick up, Luc.