πλήξιππος

From LSJ
Revision as of 20:44, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλήξιππος Medium diacritics: πλήξιππος Low diacritics: πλήξιππος Capitals: ΠΛΗΞΙΠΠΟΣ
Transliteration A: plḗxippos Transliteration B: plēxippos Transliteration C: pliksippos Beta Code: plh/cippos

English (LSJ)

Dor. πλάξ-, ον, A striking or driving horses, epith. of heroes, Il.2.104, 4.327, 5.705, Call.Hec.1.4.7; Βοιωτοί Hes.Sc.24; Θήβα Pi.O.6.85; ἱμάσθλη Nonn.D.20.227.

German (Pape)

[Seite 634] Rosse stachelnd, spornend, tummelnd; Hom., Hes. u. sp. D., Beiwort ritterlicher Helden, wie ἱππόδαμος; Pind. πλάξιππος.

Greek (Liddell-Scott)

πλήξιππος: Δωρ. πλάξ-, ον, ὁ πλήττων ἢ ἐλαύνων ἵππους, ἐπίθ. τῶν ἡρώων, ὡς τὸ ἱππόδαμος, Ἰλ. Β. 104, Δ. 327, Ε. 705· Βοιωτοὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 24· Θήβα Πινδ. Ο. 6. 145· ἱμάσθλη Νόνν. Δ. 20. 227.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dompte les chevaux, habile cavalier.
Étymologie: πλήσσω, ἵππος.

English (Autenrieth)

lasher of horses. (Il.)

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πλάξιππος, -ον, Α
αυτός που χτυπάει με το μαστίγιο τους ίππους, ο έμπειρος καβαλάρης (α. «Πέλοπι πληξίππω», Όμ.Ιλ.
β. «Βοιωτοί πλήξιπποι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. πληξι- του πλήσσω (πρβλ. πλήξις) + ίππος (πρβλ. κρύψ-ιππος)].

Russian (Dvoretsky)

πλήξιππος: дор. πλάξιππος 2 погоняющий коней (эпитет Пелопа и др.) Hom., Pind.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλήξιππος -ον, Dor. πλᾱ́ξιππος [πλήττω, ἵππος] paarden opzwepend.

Middle Liddell

πλήξ-ιππος, δοριξ πλᾱ/ξ-ιππος, ον,
striking or driving horses, Il., Hes.