πολυκλήεις
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
εσσα, εν, A celebrated, APl.4.331 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 664] = πολυκλήϊστος, τύπος, Agath. 36 (Plan. 331).
Greek (Liddell-Scott)
πολυκλήεις: εσσα, εν, = πολυκλήϊστος, Ἀνθ. Πλαν. 331.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
très illustre.
Étymologie: πολύς, κλέος.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(ποιητ. τ.) βλ. πολυκλεής.
Greek Monotonic
πολυκλήεις: -εσσα, -εν (κλέος), περίφημος, διάσημος, επιφανής, σε Ανθ.
Middle Liddell
πολυ-κλήεις, εσσα, εν κλέος
far-famed, Anth.