πολύδωρος

From LSJ
Revision as of 21:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύδωρος Medium diacritics: πολύδωρος Low diacritics: πολύδωρος Capitals: ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ
Transliteration A: polýdōros Transliteration B: polydōros Transliteration C: polydoros Beta Code: polu/dwros

English (LSJ)

ον, A richly endowered, richly dowered, richly endowed, eligible, much coveted, much-sought-after, much sought-after, with rich dowry, ἄλοχος Il.6.394, Od.24.294, etc. II open-handed, Aret.SD1.5.

German (Pape)

[Seite 662] viel beschenkt; ἄλοχος, reich ausgestattet, Il. 6, 394, von der Andromache, u. Od. 24, 294, von der Penelope. S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδωρος: -ον, ἐπὶ γυναικός, «ἡ πολλὰ δῶρα λαβοῦσα παρὰ τοῦ μνηστευσαμένου ἢ ἡ πολλὰ δῶρα ἐπενεγκαμένη τῷ τοῦ ἀνδρὸς οἴκῳ» (Σχόλ.), ἄλοχος Πολύδωρος Ἰλ. Ζ. 394· ἄλοχος πολύδωρος, ἐχέφρων Πηνελόπεια Ὀδ. Ω. 294, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a reçu de grands présents ou une riche dot.
Étymologie: πολύς, δῶρον.

English (Autenrieth)

(δῶρον): richly dowered.

English (Slater)

πολῠδωρος, -ον
   1 much endowed κτησάμεναι χθόνα πολύδωρον (Pae. 2.60)

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύδωρος, -ον, ΝΑ
1. γενναιόδωρος
2. αυτός που έχει πάρει πλούσια δώρα
αρχ.
φρ. «ἄλοχος πολύδωρος»
α) αυτή που έχει πάρει από τον μνηστήρα της πολλά δώρα
β) αυτή που έχει φέρει μαζί της στο σπίτι του άνδρα της πολλή προίκα, πολλά δώρα, πολύφερνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό-δωρος].

Greek Monotonic

πολύδωρος: -ον (δῶρον), πλούσια προικισμένος, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύδωρος -ον [πολύς, δῶρον] met rijke bruidschat:. ἔνθ ’ ἄλοχος πολύδωρος ἐναντίη ἦλθε daar kwam hem zijn echtgenote, de vrouw met de rijke bruidschat, tegemoet Il. 6.394.

Russian (Dvoretsky)

πολύδωρος: богато одаренный, с богатым приданым (ἄλοχος Hom.).

Middle Liddell

πολύ-δωρος, ον, δῶρον
richly dowered, Hom.