πολύφθογγος

From LSJ
Revision as of 21:08, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφθογγος Medium diacritics: πολύφθογγος Low diacritics: πολύφθογγος Capitals: ΠΟΛΥΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: polýphthongos Transliteration B: polyphthongos Transliteration C: polyfthoggos Beta Code: polu/fqoggos

English (LSJ)

ον, A of many notes, ψαλτήρια Plu.2.827a, cf. 973c, Ael.NA5.51.

German (Pape)

[Seite 676] von od. mit vielen Tönen; Plut. de monarch. 4; αὐλός, Pall., u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφθογγος: -ον, ὁ πολλοὺς φθόγγους ἐκπέμπων, Πλούτ. 2. 827Α, 973C, Αἰλ. π. Ζ. 5. 51.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au son vibrant ou qui rend beaucoup de son.
Étymologie: πολύς, φθόγγος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφθογγος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει, εκπέμπει ή αναδίδει πολλούς ήχους, πολύηχος
2. (για πρόσ.) εύγλωττος και πειστικός («ῥήτορας πολυφθόγγους», Ακάθ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φθογγος (< φθόγγος < φθέγγομαι), πρβλ. βαρύ-φθογγος].

Russian (Dvoretsky)

πολύφθογγος: многозвучный, многоголосый (ψαλτήρια Plut.).