πυκνόδους

From LSJ
Revision as of 22:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνόδους Medium diacritics: πυκνόδους Low diacritics: πυκνόδους Capitals: ΠΥΚΝΟΔΟΥΣ
Transliteration A: pyknódous Transliteration B: pyknodous Transliteration C: pyknodous Beta Code: pukno/dous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. -όδοντος, A with teeth close together, Sch.Opp. H.1.170.

German (Pape)

[Seite 815] οντος, dichtzähnig, mit dicht aneinanderstehenden Zähnen, Schol. Opp. Hal. 1, 170.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόδους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς ὀδόντας πυκνούς, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 170, Λυκόφρ. 414.

Greek Monolingual

-οντος, ο, ΝΑ
νεοελλ.
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος ιχθύων που λείψανα τους ανακαλύφθηκαν σε θαλάσσιες αποθέσεις του ιουρασικού και αποτελούν τυπική μορφή τών πυκνοδόντων οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από πλευρικά πεπλατυσμένο σώμα και κυκλικό περίγραμμα
αρχ.
αυτός που έχει πυκνά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ὀδούς «δόντι». Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pycnodonta].