σίγνον

From LSJ
Revision as of 08:58, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίγνον Medium diacritics: σίγνον Low diacritics: σίγνον Capitals: ΣΙΓΝΟΝ
Transliteration A: sígnon Transliteration B: signon Transliteration C: signon Beta Code: si/gnon

English (LSJ)

τό,= Lat. A signum, statue, IG14.971 (Rome, iii A.D.). II pl., the place where the standards were set up in a camp, used as a store, prison, etc., PLond.2.413.12 (iv A.D.), PLond.ined.2487.18 (iv A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σίγνον: τό, τὸ Λατ. signum, ἄγαλμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 6015, Ἄννα Κομν. 2. 246.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
ανδριάντας, άγαλμα
μσν.
(στο Βυζάντιο) η σημαία τών εξκουβιτώρων, του σώματος της φρουράς του εσωτερικού τών βυζαντινών ανακτόρων
αρχ.
ο τόπος στρατοπέδου στον οποίο τοποθετούσαν σημαίες και ο οποίος χρησίμευε και ως αποθήκη ή φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. signum «άγαλμα, σήμα, σημαία»].