σκιατροφία
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
A v. σκιατραφία.
German (Pape)
[Seite 898] ἡ, das Erziehen im Schatten, im Zimmer, übh. weichliche Erziehung, Lebensart, Plut. Lyc. 14 Thes. 23; Poll. 6, 185.
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾱτροφία: ἡ, ἴδε σκιατραφία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
éducation ou vie à l’ombre, càd à la maison, vie trop sédentaire ou molle ; αἱ σκιατροφίαι habitudes de mollesse.
Étymologie: σκιά, τροφή.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σκιατραφία.
Greek Monotonic
σκῐᾱτροφία: ἡ, = σκιατραφία.
Russian (Dvoretsky)
σκιᾱτροφία: v. l. σκιᾱτρᾰφία ἡ
1) изнеженный образ жизни, изнеживающее воспитание Diod.;
2) изнеженность, холеность (λειότης καὶ σ. Plut.); pl. изнеженные навыки Plut.
Middle Liddell
σκιᾱτροφία, ἡ, = σκιατραφία.]