σκιατραφία
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ἡ, a being brought up in the shade, sedentary, effeminate life, Plu.Aem.31: pl., effeminate habits, Id.2.209c, D.S.20.62:
German (Pape)
[Seite 898] ἡ, = σκιατροφία, Plut. Aem. Paull. 31.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. σκιατροφία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιατραφία -ας, ἡ [σκιά, τρέφω] opgroeien in de schaduw (van een beschermde opvoeding/jeugd):. ὑπὸ λειότητος καὶ σκιατραφίας door weekheid en een beschermde opvoeding Plut. Aem. 31.5.
Greek Monolingual
και σκιατροφία και σκιοτροφία, ἡ, Α σκιατραφής / σκιατροφῶ]
1. το να κάνει κανείς καθιστική ζωή
2. συνεκδ. μαλθακότητα
3. στον πληθ. αἱ σκιατραφίαι
θηλυπρεπείς συνήθειες («τῆς μὲν πολιτικῆς ἐν ἀνέσει καὶ σκιατραφίᾳ γεγενημένης», Διόδ.).
Greek Monotonic
σκῐᾱτρᾰφία: ἡ, το να έχει ανατραφεί κάποιος στη σκιά, μαλθακότητα, τρυφή, εκθηλυσμένος τρόπος ζωής, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾱτρᾰφία: ἡ, τὸ διάγειν ἐν σκιᾷ, διάγειν βίον καθιστικόν, θηλυπρεπῆ, Πλουτ. Αἰμίλ. 31· ἐν τῷ πληθ. ἕξεις ἐκτεθηλυμμέναι, γυναικώδεις, ὁ αὐτ. 2. 209C· καὶ οὕτως ὁ Δινδ. ἀναγιγνώσκει ἀλλαχοῦ παρὰ Πλουτ. καὶ Διοδ. 20. 62, ἔνθα ἕτεροι σκιατροφία.
Middle Liddell
σκιᾱτρᾰφία, ἡ,
a being brought up in the shade, a sedentary, effeminate life, Plut.