συγκαταδιώκω

From LSJ
Revision as of 10:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταδῐώκω Medium diacritics: συγκαταδιώκω Low diacritics: συγκαταδιώκω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΔΙΩΚΩ
Transliteration A: synkatadiṓkō Transliteration B: synkatadiōkō Transliteration C: sygkatadioko Beta Code: sugkatadiw/kw

English (LSJ)

A pursue with or together, Th.8.28 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 964] zusammen verfolgen, τὰς ναῦς ξυγκαταδιωχθείσας, Thuc. 8, 28.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταδιώκω: καταδιώκω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Θουκ. 8. 28, ἐν τῷ παθ.

French (Bailly abrégé)

poursuivre ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, κατά, διώκω.

Greek Monolingual

Α
καταδιώκω με κάποιον.

Greek Monotonic

συγκαταδιώκω: μέλ. -ξω, καταδιώκω μαζί ή από κοινού, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταδιώκω: вместе преследовать (αἱ ναῦς ξυνκαταδιωχθεῖσαι Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκαταδιώκω, Att. ook ξυγκαταδιώκω, samen tot in de haven achtervolgen.

Middle Liddell

fut. ξω
to pursue with or together, Thuc.