συμμεταίτιος
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ον, A contributing jointly, πρός τι Pl.Ti.46e.
German (Pape)
[Seite 981] wie μεταίτιος, mitschuldig, Mitursache; τὰ τῶν ὀμμάτων ξυμμεταίτια πρὸς τὸ σχεῖν τὴν δύναμιν, Plat. Tim. 46 e.
Greek (Liddell-Scott)
συμμεταίτιος: -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ συντελῶν, συνεισφέρων, πρός τι Πλάτ. Τίμ. 46Ε· πρβλ. μεταίτιος, συναίτιος.
Greek Monolingual
-ον, Α
συνένοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταίτιος «συναίτιος, συνένοχος»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-μεταίτιος -ον medeverantwoordelijk, met πρός + acc. voor iets.
Russian (Dvoretsky)
συμμεταίτιος: являющийся дополнительной причиной, сопричинный: τὰ συμμεταίτια πρός τι Plat. вся совокупность причин чего-л.