σφίγκτωρ
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ορος, ὁ, poet. for A σφιγκτήρ 1, ib.233 (Maec.).
Greek (Liddell-Scott)
σφίγκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ σφιγκτήρ, γενύων σφίγκτορ’ ἐϋρραφέα Ἀνθ. Π. 6. 233.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
(ποιητ. τ. αντί σφιγκτήρ) καθετί που σφίγγει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγγω + επίθημα -τωρ (πρβλ. πράκ-τωρ)].
Russian (Dvoretsky)
σφίγκτωρ: ορος ὁ перевязь, повязка Anth.