τανυγλώχις
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ῑνος, ὁ, ἡ, A with long point, ὀϊστοί Il.8.297, Simon.106, Q.S.6.463.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνυγλώχῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ ὀξείας ἀκίδας, ὀϊστοὶ Ἰλ. Θ. 297, Σιμωνίδ. 111 Β_k.
Greek Monolingual
ή τανυγλώχιν, -ινος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει επιμήκη και οξεία αιχμή, ο πολύ αιχμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- (< αμάρτυρο επίθ. τανύς, βλ. λ. τείνω) + γλωχίς / γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. πολυ-γλώχιν). Για το θ. του α' συνθετικού βλ, και λ. τάνυμαι.
Greek Monotonic
τᾰνυγλώχῑς: -ῑνος, ὁ, ἡ (τανύω), αυτός που έχει μακριές ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.