τετράφυλος

From LSJ
Revision as of 12:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράφῡλος Medium diacritics: τετράφυλος Low diacritics: τετράφυλος Capitals: ΤΕΤΡΑΦΥΛΟΣ
Transliteration A: tetráphylos Transliteration B: tetraphylos Transliteration C: tetrafylos Beta Code: tetra/fulos

English (LSJ)

ον, A divided into four tribes, Hdt.5.66, D.H.4.14.

German (Pape)

[Seite 1100] in vier Zünfte od. Tribus getheilt, Her. 5, 66.

Greek (Liddell-Scott)

τετράφῡλος: -ον, ὁ διῃρημένος εἰς τρεῖς φυλάς, Ἡρόδ. 5. 66, Διον. Ἁλ. 4. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
en quatre tribus.
Étymologie: τέτταρες, φυλή.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο διαιρεμένος σε τέσσερεις φυλές, ο αποτελούμενος από τέσσερεις φυλές (α. «τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησεν», Ηρόδ.
β. «τετράφυλον ἐποίησε τὴν πόλιν εἶναι, τρίφυλον οὖσαν τέως», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -φυλος (< φῦλον / φυλή), πρβλ. δεκά-φυλος].

Greek Monotonic

τετράφῡλος: -ον (φυλή), αυτός που έχει διαιρεθεί σε τέσσερις φυλές, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τετράφῡλος: (ᾰ) разделенный (первоначально) на четыре филы (Ἀθηναῖοι Her.).

Middle Liddell

τετρά-φῡλος, ον, φυλή
divided into four tribes, Hdt.