τετράχρονος

From LSJ
Revision as of 12:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράχρονος Medium diacritics: τετράχρονος Low diacritics: τετράχρονος Capitals: ΤΕΤΡΑΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: tetráchronos Transliteration B: tetrachronos Transliteration C: tetrachronos Beta Code: tetra/xronos

English (LSJ)

ον, A containing four time-units, Heph.3.1, A.D.Pron.35.11; λέξις Anon.Rhythm.Oxy.9 v 11, Eust. 1407.43.

German (Pape)

[Seite 1100] vierzeitig, von viererlei Tempo, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

τετράχρονος: -ον, ὁ περιλαμβάνων τέσσαρας χρόνους, Λογγίνου Ἀποσπ. 3. 14· - χρόνιος, ον, Γραμμ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράχρονος, -ον, ΝΑ
(μετρ.) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χρόνους («τετράχρονος πους»)
νεοελλ.
1. ο ηλικίας τεσσάρων χρόνων, τετραετής («τετράχρονο παιδί»)
2. αυτός που διαρκεί τέσσερα χρόνια (α. «τετράχρονο πρόγραμμα» β. «τετράχρονη εκπαίδευση»)
3. (για μηχανές) αυτός που εκτελεί σε τέσσερεις χρόνους πλήρη κύκλο κινητικής λειτουργίας
4. το ουδ. ως ουσ. το τετράχρονο
τετραετία
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράχρονα
η τέταρτη επέτειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + χρόνος (πρβλ. τρί-χρονος)].