τεταρτημόριον

From LSJ
Revision as of 12:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεταρτημόριον Medium diacritics: τεταρτημόριον Low diacritics: τεταρτημόριον Capitals: ΤΕΤΑΡΤΗΜΟΡΙΟΝ
Transliteration A: tetartēmórion Transliteration B: tetartēmorion Transliteration C: tetartimorion Beta Code: tetarthmo/rion

English (LSJ)

τό, A fourth part, Hdt.2.180; esp. of an obolus, Arist.Pol.1323a31 ( = Lat. quadrans, Plu.Publ.23); 1/4 of a κοτύλη, Hp.Int.26. 2 in Music, quarter-tone, Cleonid.Harm.7, etc.; τεταρτημορίων διέσεων Euc.Sect.Can.p.202H. II quadrant, Ptol.Tetr.33, Paul.Al.D.2. (Cf. ταρτημόριον.)

German (Pape)

[Seite 1096] τό, der vierte Theil, Her. 2, 180; bes. eines Obols, quadrans, Arist. pol. 7, 1. Vgl. Plut. Popl. 23.

Greek (Liddell-Scott)

τεταρτημόριον: τό, τὸ τέταρτον μέρος, Ἡρόδ. 2. 180· μάλιστα τὸ τέταρτον ὀβολοῦ, Λατιν. quanitans, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 1, 4· οὕτω τεταρτημορίς, ίδος, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 14. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, τὸ τέταρτον τόνου, Chappell Anc. Mus. σ. 205, πρβλ. δίεσις ΙΙΙ. ΙΙ. τέταρτον κύκλου, τεταρτοκύκλιον, Εὐκλ.

Greek Monotonic

τεταρτημόριον: τό, το τέταρτο μέρος, τετράπλευρο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τεταρτημόριον: τό
1) четверть (τοῦ μισθώματος Her.);
2) четверть обола Arst.;
3) (лат. quadrans) четверть асса Plut.

Middle Liddell

τεταρτη-μόριον, ου, τό,
a fourth part, quadrans, Hdt.