τετράπεδος

From LSJ
Revision as of 12:49, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰπεδος Medium diacritics: τετράπεδος Low diacritics: τετράπεδος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΕΔΟΣ
Transliteration A: tetrápedos Transliteration B: tetrapedos Transliteration C: tetrapedos Beta Code: tetra/pedos

English (LSJ)

ον, A with four surfaces or sides, squared, λίθοι D.S.20.95, cf. IG42(1).119.14, al. (Epid.), Arr.An.6.29.5 (v.l. τετραπόδου), Hdn.8.4.2. II of four feet, κλίμακατῷ πλάτειτετράπεδον Plb.8.4.4, cf. Orac. ap. Plu.Aem. 15.

German (Pape)

[Seite 1098] vierflächig, mit vier Flächen od. Ebenen, Hdn. 8, 4, 4. Aber τετράπεδον μέγεθος ist eine Größe von vier Fuß, Plut. Aemil. 15, wie κλῖμαξ Pol. 8, 6, 4.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπεδος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ἐπιφανειῶν ἢ πλευρῶν ἀποτελούμενος, τετράγωνος, λίθοι Διόδ. 20. 95, Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 29 (Ἀντίγραφα τετραπόδου), Ἡρῳδιαν. 8. 4. ΙΙ. ἔχων μῆκοςπλάτος τεσσάρων ποδῶν, τῷ πλάτει Πολύβ. 8. 6, 4, πρβλ. Χρησμ. ἐν Πλουτ. Αἰμιλ. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long, large, etc., de quatre pieds.
Étymologie: τέσσαρες, πέζα.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τέσσερεις επιφάνειες ή από τέσσερεις πλευρές, τετράγωνος («[πύργον] ᾠκοδομημένον ἐκ λίθων τετραπέδων», Διόδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. ὑψί-πεδος].
(II)
-ον, Α
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τεσσάρων ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πεδος (< πέζα < πεδjα, δωρ. τ. της λ. πούς), πρβλ. ὀκτά-πεδος].

Russian (Dvoretsky)

τετράπεδος: πέδον четырехгранный, имеющий четыре плоскости (λίθοι Diod.).
πούς имеющий четыре фута (τῷ πλάτει Polyb.).