τορνευτής

From LSJ
Revision as of 13:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορνευτής Medium diacritics: τορνευτής Low diacritics: τορνευτής Capitals: ΤΟΡΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: torneutḗs Transliteration B: torneutēs Transliteration C: torneftis Beta Code: torneuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A turner, IG12.374.355, Aristox. Harm.p.33 M., Sammelb.3950,5480, v.l. for τορευ- in M.Ant.5.1; τορνευταί· γλύπται, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, der Dreher, Drechsler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τορνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος διὰ τοῦ τόρνου, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1· τὸν τῆς γλώττης τορνευτὴν Λεόντιος ἐν Combefis Auct. Patr. novo σ. 782Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
tourneur.
Étymologie: τορνεύω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τορνεύω
τεχνίτης ειδικευμένος στην επεξεργασία μετάλλου ή ξύλου με τη χρησιμοποίηση τόρνου, τορναδόρος
μσν.
δημιουργός
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «γλύπτης».