φιλαργυρία

From LSJ
Revision as of 14:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλαργῠρία Medium diacritics: φιλαργυρία Low diacritics: φιλαργυρία Capitals: ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑ
Transliteration A: philargyría Transliteration B: philargyria Transliteration C: filargyria Beta Code: filarguri/a

English (LSJ)

ἡ, A love of money, avarice, Hp.Ep.16, Democr. 222, Isoc.8.96, Din.1.22, Diph.94, Plb.9.25.4, al., 1 Ep.Ti.6.10, etc.

German (Pape)

[Seite 1275] ἡ, Geldliebe, Habsucht; Isocr. 8, 96; Din. 1, 22; Pol. 9, 25, 4; Sp., wie Nicarch. 18 (XI, 169); Luc. Nigr. 16.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλαργυρία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ ὑπερβολικὴ ἀγάπη τοῦ ἀργυρίου, ἀπληστία, Ἰσοκρ. 178D, Δείναρχ. 93. 2, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 14, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour de l’argent, avarice.
Étymologie: φιλάργυρος.

English (Strong)

from φιλάργυρος; avarice: love of money.

English (Thayer)

φιλαργυριας, ἡ (φιλάργυρος), love of money, avarice: Isocrates, Polybius, Cebes (399 B.C.>) tab. c. 23; Diodorus 5,26; (Diogenes Laërtius 6,50; Stobaeus, flor. 10,38; Philo de mat. nom. § 40); Plutarch, Lucian, Herodian, 6,9, 17 (8); Trench, Synonyms, § xxiv.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλάργυρος
υπερβολική αγάπη για τα χρήματα, φιλοχρηματία, τσιγκουνιά (α. «τον έφαγε η φιλαργυρία του» β. «ἐκεῑνοι τὰ νομίσματα συνάγουσιν ἀπλήστως / ἡμᾱς δὲ κατηχίζουσι περὶ φιλαργυρίας», Πρόδρ.
γ. «ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία», ΚΔ).

Greek Monotonic

φῐλαργῠρία: ἡ, αγάπη για τα χρήματα, απληστία, σε Ισοκρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

φιλαργῠρία: ἡ сребролюбие Isocr., Polyb., Plut. etc.

Middle Liddell

φῐλαργῠρία, ἡ,
love of money, covetousness, Isocr., etc.

Chinese

原文音譯:filargur⋯a 非而-阿而句里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:喜愛-銀
字義溯源:貪財,貪婪;源自(φιλάργυρος)=愛銀子),由(φίλος)*=親愛)與(ἄργυρος)=銀)組成,而 (ἄργυρος)出自(ἀργός)X*=發光)。比較: (πλεονεξία)=貪財
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 貪財(1) 提前6:10

English (Woodhouse)

miserliness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)