χειρίσοφος
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
English (LSJ)
A f.l. for χειρόσοφος.
German (Pape)
[Seite 1345] = χειρόσοφος, Luc. rhet. praec. 17 u. salt. 69 jetzt χειρόσ.
Greek (Liddell-Scott)
χειρίσοφος: ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ χειρόσοφος.