χηλαργός

From LSJ
Revision as of 15:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηλαργός Medium diacritics: χηλαργός Low diacritics: χηλαργός Capitals: ΧΗΛΑΡΓΟΣ
Transliteration A: chēlargós Transliteration B: chēlargos Transliteration C: chilargos Beta Code: xhlargo/s

English (LSJ)

Dor. χᾱλ-, όν, (χηλή) A with fleet hoofs, χ. ἅμιλλαι the racing of fleet horses, S.El.861 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1352] dor. χαλαργός, hufschnell, mit schnellen Hufen od. Füßen, χαλαργοὶ ἅμιλλαι, das Wettrennen der Pferde, Soph. El. 850.

Greek Monolingual

-όν, και χήλαργος, -ον, και δωρ. τ. χαλαργός -όν και χάλαργος, -ον, Α
1. (για ίππο) αυτός που έχει γρήγορες οπλές, γοργά πόδια, γοργοπόδαρος («ἦ καὶ χαλάργοις ἐν ἁμίλλαις οὕτως», Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλαργούς
τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν τῶν ὀνύχων, οἷον ποδαργούς, ἤ ταχύποδας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χηλή /χαλά «οπλή» + ἀργός (Ι) «ταχύς, λευκός, στιλπνός»].

Greek Monotonic

χηλαργός: Δωρ. χᾱλ-, -όν (χηλή), αυτός που έχει γρήγορες οπλές, χηλαργοὶ ἅμιλλαι, αγώνας γρήγορων αλόγων, σε Σοφ.